- ενδολεμφικός
- -ή, -όφρ. «ενδολεμφικός πόρος» — μικρός πόρος στο εσωτερικό τού αφτιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… … Dictionary of Greek